отхватить - ορισμός. Τι είναι το отхватить
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι отхватить - ορισμός


отхватить      
ОТХВАТ'ИТЬ, отхвачу, отхватишь, ·совер.отхватывать
), что (·разг. ).
1. Оторвать, отрубить, откусить, отрезать. "Он ножницами отхватил себе темные кудри." А.Н.Толстой.
2. Сделать, исполнить быстро, бойко, залихватски. Отхватить трепака.
ОТХВАТИТЬ      
1. (прост.) сделать что-нибудь быстро, ловко.
О. трепака.
2. (прост.) удачно приобрести, достать.
Отхватил себе костюмчик!
3. (разг.) с силой оторвать, отрезать, откусить.
О. кусок.
отхватить      
сов. перех. разг.-сниж.
см. отхватывать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отхватить
1. Максимум смогли отхватить жители Республики Марий Эл.
2. Чтобы отхватить этот кусок, нужно бороться дальше.
3. Россия показывает, что намерена отхватить львиную долю.
4. Желание отгородиться и отхватить кусочек пространства...
5. Свою долю пытались отхватить и динамовские руководители.
Τι είναι отхватить - ορισμός